πεδήσῃ

πεδήσῃ
πεδάω
bind with fetters
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
πεδάω
bind with fetters
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
πεδάω
bind with fetters
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέδηση — η / πέδησις ΝΜ [πεδῶ] (για πρόσ. και ζώα) δέσιμο τών ποδιών για παρεμπόδιση τών κινήσεων νεοελλ. 1. τεχνολ. επιβράδυνση ή σταμάτημα τής κίνησης τροχοφόρου με μηχανική πέδη, η οποία συνίσταται στη δημιουργία αντιδρώντος ζεύγους δυνάμεων,… …   Dictionary of Greek

  • πέδηση — η ανακοπή της κίνησης, φρενάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • δινορεύματα — Ρεύματα που κυκλοφορούν στο εσωτερικό των αγωγών, όταν αυτοί βρεθούν μέσα σε μεταβλητά μαγνητικά πεδία. Τα ρεύματα αυτά οφείλονται στο φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής και έχουν τέτοια φορά ώστε οι δυνάμεις Λαπλάς που ασκούνται πάνω τους… …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό αυτοκίνητο — Αυτοκίνητο, που για την κίνησή του χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας ο Ήλιος. Αν και η σχεδίαση των αυτοκινήτων αυτών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, τα σχήματά τους είναι δυνατόν να χωριστούν στις εξής τέσσερις κατηγορίες: α) Ενιαίο αμάξωμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”